Greek Meaning of handsel
προκαταβολή
Other Greek words related to προκαταβολή
- δωρεά
- Δώρο
- παρόν
- παρουσίαση
- παραχώρηση
- comp
- συνεισφορά
- δωρεά
- δωρεάν
- γενναιοδωρία
- γενναιοδωρία
- προσφορά
- βραβείο
- ελεημοσύνη
- βραβείο
- Φιλανθρωπία
- ευεργεσία
- ευσπλαγχνία
- κληροδότημα
- μπόνους
- δώρο
- κουτί
- φιλανθρωπία
- ευγένεια
- επίδομα
- προίκα
- φέρινγκ
- φοί
- Δωρεάν
- γενναιοδωρία
- δώρο
- επιχορήγηση
- φιλοδώρημα
- φυλλάδιο
- δώρο
- κληρονομιά
- φιλανθρωπία
- ανάμνηση
- ανταμοιβή
- θυσία
- επιδότηση
- φιλοδώρημα
- δεκάτη
- Φόρος τιμής
- Ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου
- απροσδόκητο κέρδος
- πακέτο φροντίδας
- φιλοδώρημα
Nearest Words of handsel
Definitions and Meaning of handsel in English
handsel (n.)
A sale, gift, or delivery into the hand of another; especially, a sale, gift, delivery, or using which is the first of a series, and regarded as on omen for the rest; a first installment; an earnest; as the first money received for the sale of goods in the morning, the first money taken at a shop newly opened, the first present sent to a young woman on her wedding day, etc.
Price; payment.
To give a handsel to.
To use or do for the first time, esp. so as to make fortunate or unfortunate; to try experimentally.
FAQs About the word handsel
προκαταβολή
A sale, gift, or delivery into the hand of another; especially, a sale, gift, delivery, or using which is the first of a series, and regarded as on omen for the
δωρεά,Δώρο,παρόν,παρουσίαση,παραχώρηση,comp,συνεισφορά,δωρεά,δωρεάν,γενναιοδωρία
πρόοδος,δάνειο,δωροδοκία,βουτάω,γλυκύτητα,ειρηνευτική προσφορά
hands-down => ξεκάθαρα, hand-schuller-christian disease => Νόσος Hand-Schüller-Christian, handsbreadth => παλάμη, handsaw fish => Πριόνι, handsaw => Χειροπρίονο,