FAQs About the word gunning

Definition not available

The act or practice of hunting or shooting game with a gun.

διάτρηση,σκάσιμο,φλεγόμενος,Καταστροφικός,πτώση,Συνδέοντας,σφαγή,εξολοθρευτικός,εξάλειψη,Ξεφύσημα

No antonyms found.

gunnie => Γκούνι, gunnery sergeant => λοχίας πυροβολικού, gunnery => Πυροβολικό, gunner => Πυροβολητής, gunnel => κουπαστή, καρέ,