Greek Meaning of go to
πηγαίνω σε
Other Greek words related to πηγαίνω σε
Nearest Words of go to
Definitions and Meaning of go to in English
go to (v)
be present at (meetings, church services, university), etc.
FAQs About the word go to
πηγαίνω σε
be present at (meetings, church services, university), etc.
συμβουλεύω,παραπέμπω σε,καταφεύγω σε,στραφώ (προς),καταφεύγω σε,χρήση,εξαρτάται (από),προσλαμβάνω,βασίζομαι (σε),αξιοποιώ
No antonyms found.
go through with => πραγματοποιώ με, go through the motions => Κάνω τις κινήσεις, go through => περνάω, go steady => Βγαίνω σταθερά με κάποιον, go past => περάσω,