Greek Meaning of go on

συνέχισε

Other Greek words related to συνέχισε

Definitions and Meaning of go on in English

Wordnet

go on (v)

continue a certain state, condition, or activity

come to pass

move forward, also in the metaphorical sense

continue talking

start running, functioning, or operating

FAQs About the word go on

συνέχισε

continue a certain state, condition, or activity, come to pass, move forward, also in the metaphorical sense, continue talking, start running, functioning, or o

είναι,συμβαίνει,κάθοδος,πραγματοποιώ,γίνω,συμβαίνει,έλα,βγαίνω,μάγειρας,(εμφανίζεται)

Εγκέφαλος,διάνοια,Διάννοια,διανοούμενος,σοφός,στοχαστής,φυτό,μάγος,πολυμάθης,Αναγεννησιακός άνθρωπος

go off half-cocked => ενεργώ απερίσκεπτα, go off at half-cock => κινήσου πρόωρα, go off => φεύγω, go into => να μπει μέσα, go in => μπες μέσα,