Greek Meaning of giggle
γέλιο
Other Greek words related to γέλιο
- ανέκδοτο
- αστειευόμενος
- γέλιο
- καταπληκτικός
- Χιούμορ
- αστείο
- φιμώτρο
- φάρσα
- ανέκδοτο μίας γραμμής
- ευγένεια
- αστείο
- πλευρό
- Σάλι
- κραυγή
- αστείο
- ευφυολογία
- Γιακ
- ουάι
- γιοκ
- αντίκα
- πείραγμα
- γελοιότητα
- μπουρλέσκ
- κάππαρη
- γελοιογραφία
- Κωμωδία
- ρωγμή
- Φαιδρότητα
- αστείο
- χιούμορ
- χιούμορ
- αστείο
- Τζος
- Αστείο
- σάτιρα
- Πειράγματα
- κοροϊδεύω
- χλευασμός
- έξυπνος
- πανικός
- παρωδία
- κοροϊδία
- φάρσα
- Φάρσα
- βάζω
- ειρωνεία
- Αντιλογία
- ριφ
- ταραχή
- ξεκαρδιστικός
- τέχνασμα
- φάρσα
- Λεξοπαίγνιο
- Μπόφολα
- Αστείος
- αστείος
- ἱλαρότητα
- αστείος
- καυστικός
- ξύ
Nearest Words of giggle
Definitions and Meaning of giggle in English
giggle (n)
a foolish or nervous laugh
giggle (v)
laugh nervously
giggle (v. t.)
To laugh with short catches of the breath or voice; to laugh in a light, affected, or silly manner; to titter with childish levity.
giggle (n.)
A kind of laugh, with short catches of the voice or breath; a light, silly laugh.
FAQs About the word giggle
γέλιο
a foolish or nervous laugh, laugh nervouslyTo laugh with short catches of the breath or voice; to laugh in a light, affected, or silly manner; to titter with ch
ανέκδοτο,αστειευόμενος,γέλιο,καταπληκτικός,Χιούμορ,αστείο,φιμώτρο,φάρσα,ανέκδοτο μίας γραμμής,ευγένεια
κλάμα,βογκητό,στεναγμός,λυγμός,ολοφύρομαι,Πρόσωπο,συνοφρυώνομαι,Γκριμάτσα,στόμα,Σύνοφρυς
gigerium => Gigerium, gigeria => gigeria, gigartinaceae => Gigartinaceae, gigantomachy => Γιγαντομαχία, gigantology => Γιγαντολογία,