Greek Meaning of yak
Γιακ
Other Greek words related to Γιακ
- τραύλισμα
- φλύαρος
- φλυαρία
- μπεε
- Μαρμαρίζω
- συνομιλία
- κουβέντα
- κουβέντα
- κουβέντα
- τη φλυαρία
- κουβέντα
- σαγόνι
- θόρυβος
- κουβέντα
- φλυαρία
- τρέχω
- ανοησίες
- ψελλίσω
- Τρολ
- βουίζω
- περιπλανάται
- ανοησίες
- σάλια
- τρίξιμο
- περιπλανιέμαι
- στόμα
- μουρμουρίζω
- Μουρμούρισμα
- γκρινιάζω
- κουδουνίστρα
- τραυλίζω
- τραυλισμός
- Κουτσομπολιό
- κραυγή
- κραυγή
- κραυγή
Nearest Words of yak
Definitions and Meaning of yak in English
yak (n)
noisy talk
large long-haired wild ox of Tibet often domesticated
yak (v)
talk profusely
yak (n.)
A bovine mammal (Poephagus grunnies) native of the high plains of Central Asia. Its neck, the outer side of its legs, and its flanks, are covered with long, flowing, fine hair. Its tail is long and bushy, often white, and is valued as an ornament and for other purposes in India and China. There are several domesticated varieties, some of which lack the mane and the long hair on the flanks. Called also chauri gua, grunting cow, grunting ox, sarlac, sarlik, and sarluc.
FAQs About the word yak
Γιακ
noisy talk, large long-haired wild ox of Tibet often domesticated, talk profuselyA bovine mammal (Poephagus grunnies) native of the high plains of Central Asia.
τραύλισμα,φλύαρος,φλυαρία,μπεε,Μαρμαρίζω,συνομιλία,κουβέντα,κουβέντα,κουβέντα,τη φλυαρία
αρθρωτός,προφέρω,εκφωνώ
yajur-veda => yajurveda, yahwist => Γιαχβιστής, yahwism => Γιαχβισμός, yahweh => Γιαχβέ, yahwe => Γιαχβέ,