FAQs About the word fugitively

εφήμερα

In a fugitive manner.

Δυσδιάκριτος,αόριστος,Ολισθηρός,παροδικός,προσεκτικός,δειλός,εφήμερος,εφήμερος,φευγαλέος,απρόσιτος

Προσβάσιμο,εφικτός,Διαθέσιμο,κατάλληλος,εφικτός,Προσιτός,προσιτός

fugitive from justice => φυγάς από τη δικαιοσύνη, fugitive => φυγάς, fughetta => Φουγκέτα, fugh => Φου, fuggy => ομιχλώδης,