Greek Meaning of fugitively
εφήμερα
Other Greek words related to εφήμερα
Nearest Words of fugitively
Definitions and Meaning of fugitively in English
fugitively (adv.)
In a fugitive manner.
FAQs About the word fugitively
εφήμερα
In a fugitive manner.
Δυσδιάκριτος,αόριστος,Ολισθηρός,παροδικός,προσεκτικός,δειλός,εφήμερος,εφήμερος,φευγαλέος,απρόσιτος
Προσβάσιμο,εφικτός,Διαθέσιμο,κατάλληλος,εφικτός,Προσιτός,προσιτός
fugitive from justice => φυγάς από τη δικαιοσύνη, fugitive => φυγάς, fughetta => Φουγκέτα, fugh => Φου, fuggy => ομιχλώδης,