FAQs About the word fruiting

καρποφόρος

capable of bearing fruitPertaining to, or producing, fruit., The bearing of fruit.

ανθισμένος,ανθοφορία,σπορά,βλάστηση,βλαστικός,παραγωγική,πολλαπλασιαζόμενος,πολλαπλασιαζόμενος,αναγεννητικός,ριζοβόληση

No antonyms found.

fruitfulness => καρποφορία, fruitfully => γόνιμα, fruitful => καρποφόρος, fruitestere => Εστέρας φρούτων, fruitery => οπωροπωλείον,