Greek Meaning of exuberating
ζωηρός
Other Greek words related to ζωηρός
Nearest Words of exuberating
Definitions and Meaning of exuberating in English
exuberating
to become exuberant, to have something in abundance
FAQs About the word exuberating
ζωηρός
to become exuberant, to have something in abundance
απολαυστικός,δοξάζοντας,χαρά,καυχησιολογία,λαλητός,αγαλλόμενος,Εορταστικός,καυχιέμαι,αγαλλίαση,θριαμβευτικός
Θλιμμένος,θρηνώντας,λυπημένος,θρηνούντα,Θρηνώντας,θρηνώντας
exuberated => ενθουσιώδης, exuberances => έντονες εκφράσεις, extricates => απελευθερώνει, extremists => εξτρεμιστές, extremes => άκρα extremes,