Greek Meaning of jubilating
Εορταστικός
Other Greek words related to Εορταστικός
Nearest Words of jubilating
Definitions and Meaning of jubilating in English
jubilating
a joyous song or outburst, the 100th Psalm in the King James Version, rejoice, the third Sunday after Easter
FAQs About the word jubilating
Εορταστικός
a joyous song or outburst, the 100th Psalm in the King James Version, rejoice, the third Sunday after Easter
απολαυστικός,αγαλλόμενος,δοξάζοντας,χαρά,αγαλλίαση,θριαμβευτικός,καυχησιολογία,λαλητός,ζωηρός,gloating
Θλιμμένος,θρηνώντας,λυπημένος,θρηνούντα,Θρηνώντας,θρηνώντας
jubilated => έξαλλος, joys => Χαρές, joyrode => Τζόιραϊντ, joyriding => χαρά της οδήγησης, jousted => πάλεψε,