Greek Meaning of extroversion

Εξωστρέφεια

Other Greek words related to Εξωστρέφεια

Definitions and Meaning of extroversion in English

Wordnet

extroversion (n)

(psychology) an extroverted disposition; concern with what is outside the self

Webster

extroversion (n.)

The condition of being turned wrong side out; as, extroversion of the bladder.

FAQs About the word extroversion

Εξωστρέφεια

(psychology) an extroverted disposition; concern with what is outside the selfThe condition of being turned wrong side out; as, extroversion of the bladder.

τόλμη,θράσος,φιλία,συντροφικότητα,θρασύτητα,φιλικότητα,εγκάρδιος,υποτροφία,φιλικότητα,κοινωνικότητα

ντροπαλότητα,Νάζι,δυσπιστία,Εσωστρέφεια,δειλία,Δειλία,απροσάρμοστοτητα,σεμνότητα,εγκλεισμός,ντροπαλότητα

extrospective => εξωστρεφής, extrorse => εξώεστρεφής, extrorsal => εξωστρεφής, extropy => εξωστρέφεια, extropic => εξωστρεφής,