Greek Meaning of expansively
εκτενώς
Other Greek words related to εκτενώς
Nearest Words of expansively
Definitions and Meaning of expansively in English
expansively (r)
in an impressively expansive manner
in an ebullient manner
FAQs About the word expansively
εκτενώς
in an impressively expansive manner, in an ebullient manner
Ευρύς,βαθύς,εκτεταμένος,σάρωση,ευρύ,ολοκληρωμένο,διευρυμένο,μακρόπνοος,γενικός,Ευρύ
περιορισμένος,στενός,περιορισμένος,περιγεγραμμένο
expansive bit => Μύτη επέκτασης, expansive => εκτατικός, expansionist => επεκτατικός, expansionism => επεκτατισμός, expansion slot => Θύρα επέκτασης,