FAQs About the word exacerbated

επιδεινωμένο

to cause (a disease or its symptoms) to become more severe, to make more violent, bitter, or severe

επιβαρυντική,περίπλοκος,deepened,εντατικοποιημένος,επιδεινώθηκε,ενισχυμένοι,Μεγεθυσμένη

ανακουφισμένο,ανακουφισμένος,βοήθησε,βελτιωμένη,μετριασμένος,ανακουφισμένος,κατέστειλε,βελτιωμένος,ηρεμεί,βελτιωμένος

evolutions => εξελίξεις, evinces => δείχνει, evils => κακά, evil-mindedly => κακόβουλα, evidences => αποδεικτικά στοιχεία,