Greek Meaning of essentializing

ουσιαστικοποίηση

Other Greek words related to ουσιαστικοποίηση

Definitions and Meaning of essentializing in English

essentializing

to express or formulate in essential form

FAQs About the word essentializing

ουσιαστικοποίηση

to express or formulate in essential form

συγκεντρώνοντας,ενοποίηση,αφέψημα,απλούστευση,εξορθολογισμός,συντομεύοντας,αφαίρεση,συμπύκνωση,περικοπή,μείωση προσωπικού

επεκτεινόμενος,εκτίνω,επιμήκυνση,παρατείνοντας,ενίσχυση,Elaborating (on or upon) - Επεξεργασία (πάνω ή επάνω),επιμήκυνξη,διεύρυνση (στο ή πάνω),παράταση,συμπληρώνοντας

essentialized => ουσιωδοποιημένος, essentialize => ουσιοποιώ, essentialities => Βασικά, essences => ουσίες, essayists => δοκιμιογράφοι,