Greek Meaning of durned
durned
Other Greek words related to durned
- ανατιναγμένη
- καταραμένος
- Darn
- γαμημένο
- καταραμένος
- φρικτός
- μπερδεμένος
- καταραμένος
- καταραμένος
- καταραμένος
- δαγκ
- καταραμένος
- Καταραμένος
- καταραμένος
- καταραμένος
- καταραμένος
- διαβολικός
- θλιβερός
- σάπιο
- συγγνώμη
- φοβερός
- αποτρόπαιος
- καταραμένος
- Φρικτός
- γλουτοί
- Εξευτελιστικός
- άτιμος
- αποτρόπαιος
- χάλια
- βρώμικο
- θλιβερός
- πανκ
- ψωριασικός
- σιχαμερός
- σκορβούτο
- φαύλος
Nearest Words of durned
Definitions and Meaning of durned in English
durned
to embroider by filling in with long running or interlacing stitches, damn, damn entry 2 sense 2, a place that has been darned, damned, to do darning, damn entry 1 sense 1, to mend with interlacing stitches
FAQs About the word durned
Definition not available
to embroider by filling in with long running or interlacing stitches, damn, damn entry 2 sense 2, a place that has been darned, damned, to do darning, damn entr
ανατιναγμένη,καταραμένος,Darn,γαμημένο,καταραμένος,φρικτός,μπερδεμένος,καταραμένος,καταραμένος,καταραμένος
αξιέπαινος,αξιόπιστος,μεγάλος, καταπληκτικός,αξιέπαινος,θαυμάσιος,υπέροχος,θαυμαστός,αξιέπαινος
durn => καταραμένος, duresses => πίεση, durations => διάρκειες, duplications => διπλασιασμοί, duplicates => διπλότυπα,