Greek Meaning of drumbeater

Τυμπανιστής

Other Greek words related to Τυμπανιστής

Definitions and Meaning of drumbeater in English

Wordnet

drumbeater (n)

a fervent and even militant proponent of something

FAQs About the word drumbeater

Τυμπανιστής

a fervent and even militant proponent of something

Πυροχαρής,Μπόρα,Μπλιτς,Αστραπή,βομβαρδισμός,Κανονιοβολισμός,Πυροβολισμοί,πλημμύρα,Τουφεκιά,Χαλάζι

στάξιμο,στάζει,ντρίμπλα

drumbeat => Τύμπανο, drum winding => Τύλιγμα τυμπάνου, drum up => ξαναζεσταίνω, drum sander => Τροχιακός λειαντήρας, drum roll => Τύμπανα,