Greek Meaning of drugged
drugged
Other Greek words related to drugged
Nearest Words of drugged
- drug-free => Ελεύθερος ναρκωτικών
- drug-addicted => τοξικοεξαρτημένος
- drug withdrawal => αποχή από ναρκωτικά
- drug user => Χρήστης ναρκωτικών
- drug trafficking => Διακίνηση ναρκωτικών
- drug trafficker => Έμπορος ναρκωτικών
- drug traffic => εμπόριο ναρκωτικών
- drug peddler => Έμπορος ναρκωτικών
- drug of abuse => Ναρκωτικό
- drug lord => -
Definitions and Meaning of drugged in English
drugged (s)
under the influence of narcotics
drugged (imp. & p. p.)
of Drug
FAQs About the word drugged
Definition not available
under the influence of narcoticsof Drug
αναισθητοποιημένος,παγωμένο,νεκρωμένο,έκθαμβος,κοιμισμένος,μουδιασμένος,αμβλεία,θαμπό,αναίσθητος,Τσιμπημένο
συναίσθημα,ευαίσθητος,ξύπνιος,ε разумный
drug-free => Ελεύθερος ναρκωτικών, drug-addicted => τοξικοεξαρτημένος, drug withdrawal => αποχή από ναρκωτικά, drug user => Χρήστης ναρκωτικών, drug trafficking => Διακίνηση ναρκωτικών,