Greek Meaning of drug of abuse
Ναρκωτικό
Other Greek words related to Ναρκωτικό
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of drug of abuse
- drug lord => -
- drug enforcement agency => Υπηρεσία Επιβολής Ναρκωτικών
- drug enforcement administration => Υπηρεσία Επιβολής Νόμων κατά των Ναρκωτικών
- drug company => φαρμακευτική εταιρία
- drug cocktail => Κοκτέιλ φαρμάκων
- drug cartel => Καρτέλ ναρκωτικών
- drug bust => έφοδος διακίνησης ναρκωτικών
- drug baron => Ναρκοβαρόνος
- drug addiction => Εξάρτηση από ναρκωτικές ουσίες
- drug abuse => Κατάχρηση φαρμάκων
- drug peddler => Έμπορος ναρκωτικών
- drug traffic => εμπόριο ναρκωτικών
- drug trafficker => Έμπορος ναρκωτικών
- drug trafficking => Διακίνηση ναρκωτικών
- drug user => Χρήστης ναρκωτικών
- drug withdrawal => αποχή από ναρκωτικά
- drug-addicted => τοξικοεξαρτημένος
- drug-free => Ελεύθερος ναρκωτικών
- drugget => δρογέτος
- drugging => χορήγηση ναρκωτικών
Definitions and Meaning of drug of abuse in English
drug of abuse (n)
a drug that is taken for nonmedicinal reasons (usually for mind-altering effects); drug abuse can lead to physical and mental damage and (with some substances) dependence and addiction
FAQs About the word drug of abuse
Ναρκωτικό
a drug that is taken for nonmedicinal reasons (usually for mind-altering effects); drug abuse can lead to physical and mental damage and (with some substances)
No synonyms found.
No antonyms found.
drug lord => -, drug enforcement agency => Υπηρεσία Επιβολής Ναρκωτικών, drug enforcement administration => Υπηρεσία Επιβολής Νόμων κατά των Ναρκωτικών, drug company => φαρμακευτική εταιρία, drug cocktail => Κοκτέιλ φαρμάκων,