FAQs About the word drugging

χορήγηση ναρκωτικών

the administration of a sedative agent or drugof Drug

παρών,φροντίδα (για),δοσολογία,νοσηλεία,λειτουργούν,Νοσηλευτική,θεραπεία,σκλήρυνση,Θεραπεία,επούλωση

No antonyms found.

drugget => δρογέτος, drug-free => Ελεύθερος ναρκωτικών, drug-addicted => τοξικοεξαρτημένος, drug withdrawal => αποχή από ναρκωτικά, drug user => Χρήστης ναρκωτικών,