FAQs About the word drizzling

Definition not available

(of rain) falling lightly in very small dropsof Drizzle

σταλαγματιώδης,ομιχλώδης,χύσιμο,βροχερός,φτύσιμο,ράντισμα,ψιχάλα,κατακρημνίζοντας,θυελλώδης,βρεγμένος

ξηρός

drizzled => ψιχαλιστό, drixoral => Ντρίξοραλ, driving wheel => τιμόνι, driving school => σχολή οδηγών, driving range => Πολυβο\-λι\-τει\-ο,