FAQs About the word dressed-up

ντυμένος

στολισμένος,ντυμένη στην πένα,φανταχτερός

κουρελιασμένος,κουρελιασμένος,ατημέλητος,φθαρμένος,κουρελιασμένος,αγκαθωτός,κατεστραμμένος,ετερόκλητος,ατημέλητος,κουρελιασμένος

dressed to the nines => Ντυμένος με τα καλά του, dressed ore => Στοιβαγμένο μετάλλευμα, dressed => ντυμένος, dressage => ιππική δεξιοτεχνία, dress whites => λευκή στολή,