Greek Meaning of direct marketing
Άμεσο μάρκετινγκ
Other Greek words related to Άμεσο μάρκετινγκ
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of direct marketing
- direct mailer => άμεση αλληλογραφία
- direct mail => Άμεση αλληλογραφία
- direct loan => Άμεσο δάνειο
- direct flight => Απευθείας πτήση
- direct examination => Άμεση εξέταση
- direct evidence => άμεση απόδειξη
- direct electric current => συνεχές ηλεκτρικό ρεύμα
- direct dye => Άμεσο βαρύ
- direct discourse => Άμεσος λόγος
- direct current => συνεχές ρεύμα
- direct nomination => απευθείας υποψηφιότητα
- direct object => Απλό αντικείμενο (Α.Α.)
- direct primary => Άμεση πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας
- direct quotation => Άμεσο απόσπασμα
- direct sum => άμεση πρόσθεση
- direct support => Άμεση υποστήριξη
- direct supporting fire => Άμεσα πυρά υποστήριξης
- direct tax => Άμεσος φόρος
- direct tide => Άμεση παλίρροια
- direct transmission => άμεση μετάδοση
Definitions and Meaning of direct marketing in English
direct marketing (n)
marketing via a promotion delivered directly to the individual prospective customer
FAQs About the word direct marketing
Άμεσο μάρκετινγκ
marketing via a promotion delivered directly to the individual prospective customer
No synonyms found.
No antonyms found.
direct mailer => άμεση αλληλογραφία, direct mail => Άμεση αλληλογραφία, direct loan => Άμεσο δάνειο, direct flight => Απευθείας πτήση, direct examination => Άμεση εξέταση,