Greek Meaning of direct evidence
άμεση απόδειξη
Other Greek words related to άμεση απόδειξη
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of direct evidence
- direct electric current => συνεχές ηλεκτρικό ρεύμα
- direct dye => Άμεσο βαρύ
- direct discourse => Άμεσος λόγος
- direct current => συνεχές ρεύμα
- direct correlation => άμεση συσχέτιση
- direct contrast => Άμεση αντίθεση
- direct antonym => Άμεσο αντίθετο
- direct action => Άμεση δράση
- direct => άμεσο
- dire straits => δεινή θέση
- direct examination => Άμεση εξέταση
- direct flight => Απευθείας πτήση
- direct loan => Άμεσο δάνειο
- direct mail => Άμεση αλληλογραφία
- direct mailer => άμεση αλληλογραφία
- direct marketing => Άμεσο μάρκετινγκ
- direct nomination => απευθείας υποψηφιότητα
- direct object => Απλό αντικείμενο (Α.Α.)
- direct primary => Άμεση πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας
- direct quotation => Άμεσο απόσπασμα
Definitions and Meaning of direct evidence in English
direct evidence (n)
evidence (usually the testimony of a witness) directly related to the fact in dispute
FAQs About the word direct evidence
άμεση απόδειξη
evidence (usually the testimony of a witness) directly related to the fact in dispute
No synonyms found.
No antonyms found.
direct electric current => συνεχές ηλεκτρικό ρεύμα, direct dye => Άμεσο βαρύ, direct discourse => Άμεσος λόγος, direct current => συνεχές ρεύμα, direct correlation => άμεση συσχέτιση,