Greek Meaning of direct electric current
συνεχές ηλεκτρικό ρεύμα
Other Greek words related to συνεχές ηλεκτρικό ρεύμα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of direct electric current
- direct evidence => άμεση απόδειξη
- direct examination => Άμεση εξέταση
- direct flight => Απευθείας πτήση
- direct loan => Άμεσο δάνειο
- direct mail => Άμεση αλληλογραφία
- direct mailer => άμεση αλληλογραφία
- direct marketing => Άμεσο μάρκετινγκ
- direct nomination => απευθείας υποψηφιότητα
- direct object => Απλό αντικείμενο (Α.Α.)
- direct primary => Άμεση πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας
Definitions and Meaning of direct electric current in English
direct electric current (n)
an electric current that flows in one direction steadily
FAQs About the word direct electric current
συνεχές ηλεκτρικό ρεύμα
an electric current that flows in one direction steadily
No synonyms found.
No antonyms found.
direct dye => Άμεσο βαρύ, direct discourse => Άμεσος λόγος, direct current => συνεχές ρεύμα, direct correlation => άμεση συσχέτιση, direct contrast => Άμεση αντίθεση,