Greek Meaning of dependabilities
αξιοπιστίες
Other Greek words related to αξιοπιστίες
Nearest Words of dependabilities
- dependances => εξαρτήσεις
- depended (on or upon) => εξαρτημένος (από)
- dependences => εξαρτήσεις
- dependents => εξαρτώμενα άτομα
- depending (on or upon) => εξαρτώμενος από (ή εξαρτώμενος από)
- depictions => απεικονίσεις
- deplaned => αποβιβάστηκε
- deplaning => αποβίβαση
- depletes => εξαντλεί
- deplores => κατακρίνει
Definitions and Meaning of dependabilities in English
dependabilities
capable of being depended on, capable of being trusted or depended on
FAQs About the word dependabilities
αξιοπιστίες
capable of being depended on, capable of being trusted or depended on
Αξιοπιστία,αξιοπιστία,Αξιοπιστία,ευθύνη,στερεότητα,Στερεότητα,αξιοπιστία,αξιοπιστία,αξιοπιστία,απαραίτητος
αναξιοπιστία,πανουργία,αμφιβολία,Αμφιβολία,τρόμος,Αμφισβητησιμότητα,αβεβαιότητα
depend (on) => εξαρτάται (από), depend (on or upon) => εξαρτώμαι (από κάποιον/κάτι), departs => αναχωρεί, departments => τμήματα, department stores => Πολυκαταστήματα,