Greek Meaning of dependabilities

αξιοπιστίες

Other Greek words related to αξιοπιστίες

Definitions and Meaning of dependabilities in English

dependabilities

capable of being depended on, capable of being trusted or depended on

FAQs About the word dependabilities

αξιοπιστίες

capable of being depended on, capable of being trusted or depended on

Αξιοπιστία,αξιοπιστία,Αξιοπιστία,ευθύνη,στερεότητα,Στερεότητα,αξιοπιστία,αξιοπιστία,αξιοπιστία,απαραίτητος

αναξιοπιστία,πανουργία,αμφιβολία,Αμφιβολία,τρόμος,Αμφισβητησιμότητα,αβεβαιότητα

depend (on) => εξαρτάται (από), depend (on or upon) => εξαρτώμαι (από κάποιον/κάτι), departs => αναχωρεί, departments => τμήματα, department stores => Πολυκαταστήματα,