Greek Meaning of deodorizer

Αποσμητικό

Other Greek words related to Αποσμητικό

Definitions and Meaning of deodorizer in English

Webster

deodorizer (n.)

He who, or that which, deodorizes; esp., an agent that destroys offensive odors.

FAQs About the word deodorizer

Αποσμητικό

He who, or that which, deodorizes; esp., an agent that destroys offensive odors.

δικαιολογία,Εξηγώ,δικαιολογώ,παραβλέπω,δικαιολογώ,ανακουφίζω,ασβεστώνω,λογαριασμός (για),ανακουφίζω,ζητώ συγγνώμη

No antonyms found.

deodorize => Αποσμητικό, deodorization => Αποσμηση, deodorise => Αποσμητικός, deodorant => αποσμητικό, deodate => Δεοδάτος,