FAQs About the word deflective

εκτροπής

capable of changing the direction (of a light or sound wave)Causing deflection.

αποσπάω,ανακατεύθυνση,κούνια,σειρά,μαστίγιο,αποτρέπω,αποκλίνω,κινώ,μετατόπιση,στρέφω

No antonyms found.

deflectionize => εκτρέπω, deflectionization => Εκτροπή, deflection => εκτροπή, deflecting => εκκλίνων, deflected => εκτροπή,