Greek Meaning of deflectable
εκτρεπόμενο
Other Greek words related to εκτρεπόμενο
Nearest Words of deflectable
Definitions and Meaning of deflectable in English
deflectable (a.)
Capable of being deflected.
FAQs About the word deflectable
εκτρεπόμενο
Capable of being deflected.
αποσπάω,ανακατεύθυνση,κούνια,σειρά,μαστίγιο,αποτρέπω,αποκλίνω,κινώ,μετατόπιση,στρέφω
No antonyms found.
deflect => εκτρέπω, deflator => αποπληθωριστής, deflationary spiral => Σπιράλ αποπληθωρισμού, deflationary => Αποπληθωριστικός, deflation => απομυδύνηση,