FAQs About the word deflectable

εκτρεπόμενο

Capable of being deflected.

αποσπάω,ανακατεύθυνση,κούνια,σειρά,μαστίγιο,αποτρέπω,αποκλίνω,κινώ,μετατόπιση,στρέφω

No antonyms found.

deflect => εκτρέπω, deflator => αποπληθωριστής, deflationary spiral => Σπιράλ αποπληθωρισμού, deflationary => Αποπληθωριστικός, deflation => απομυδύνηση,