Greek Meaning of cussedly

πεισματικά

Other Greek words related to πεισματικά

Definitions and Meaning of cussedly in English

Wordnet

cussedly (r)

in a stubborn unregenerate manner

FAQs About the word cussedly

πεισματικά

in a stubborn unregenerate manner

ανατιναγμένη,καταραμένος,γαμημένο,καταραμένος,φρικτός,μπερδεμένος,καταραμένος,καταραμένος,δαγκ,καταραμένος

αξιέπαινος,αξιόπιστος,μεγάλος, καταπληκτικός,αξιέπαινος,θαυμαστός,θαυμάσιος,αξιέπαινος,υπέροχος

cussed => καταραμένος, cuss => βρίζω, cuspidor => φτυάρα, cuspidation => προεξοχή, cuspidated => οξύληκτος,