Greek Meaning of complexify
περιπλέκω
Other Greek words related to περιπλέκω
Nearest Words of complexify
- complexifier => σύνδεσμος
- complex sentence => σύνθετη πρόταση
- complex quantity => Μιγαδικός αριθμός
- complex plane => Επίπεδο συμπλόκου
- complex number => Σύνθετος αριθμός
- complex instruction set computing => Υπολογιστές σύνθετων συνόλων εντολών
- complex instruction set computer => Υπολογιστής πολύπλοκου συνόλου εντολών
- complex fraction => Σύνθετο κλάσμα
- complex conjugate => Συζυγής μιγαδικός αριθμός
- complex body part => Σύνθετο μέρος σώματος
Definitions and Meaning of complexify in English
complexify (v)
have or develop complicating consequences
make complex
FAQs About the word complexify
περιπλέκω
have or develop complicating consequences, make complex
σύνθετος,περιπλέκω,Εντατικοποιώ,συγχέω,περίτεχνος,εκνευρίζω,μπλέκω,επεκτείνω,μπερδεμένος,Μπερδεύω
κόβω,βραχύνω,απλοποιήστε,βελτιστοποιώ,ευκολία,διευκολύνω,ισιώστε,ξετυλίγω,συντομογραφία,ξεμπερδεύω
complexifier => σύνδεσμος, complex sentence => σύνθετη πρόταση, complex quantity => Μιγαδικός αριθμός, complex plane => Επίπεδο συμπλόκου, complex number => Σύνθετος αριθμός,