FAQs About the word chewable

μάσημα

able to be chewed or cut

απορροφήσιμος,Ευπεπτό,βρώσιμος,τρώω,βρώσιμο,Καταπώτης,θρεπτικό,διατροφικός,καταπώσιμο,ορεκτικός

Адъюстованный,άφαγος,μη βρώσιμο,Ανεπιθύμητο,Απέπτος,άφαγο,Μη θρεπτικός

chewa => Τσέβα, chew up => μασώ, chew the fat => Κουβенτιάζω, chew over => μασάω, chew out => μαλώνω,