FAQs About the word chewy

μαστιχωτό

requiring much chewing, (of a consistency) requiring chewing

εύθραυστος,δερματώδης,σκληρός,τραγανός,ινώδης,ινώδες,χαρτονένιος,χόνδρινος,σκληρός,νευρώδης

μαλακός,τρυφερό,χυλώδης

chewink => σπιζοπούλι, chewing out => επίπληξη, chewing gum => τσίχλα, chewing => Μάσηση, chewet => μασητικό,