Greek Meaning of chalking (up)
chalking (up)
Other Greek words related to chalking (up)
Nearest Words of chalking (up)
Definitions and Meaning of chalking (up) in English
chalking (up)
attain, achieve, ascribe, credit
FAQs About the word chalking (up)
Definition not available
attain, achieve, ascribe, credit
αποδίδοντας,αποδίδοντας,διαπίστευση,Κατηγορείν,πίστωση,υπολογίζοντας,αποδίδοντας (σε),καρφίτσωμα (πάνω),Κατεβάζω,ανάθεσης
αποτυχία σε,δεν φτάνω σε (κάτι),χαμένος,Χάνοντας
chalked up => καταγράφηκε, chalk (up) => κιμωλία, chalets => σαλέ, chaises => καρέκλες, chairwomen => πρόεδρος συνεδρίασης,