FAQs About the word chalking (up)

Definition not available

attain, achieve, ascribe, credit

αποδίδοντας,αποδίδοντας,διαπίστευση,Κατηγορείν,πίστωση,υπολογίζοντας,αποδίδοντας (σε),καρφίτσωμα (πάνω),Κατεβάζω,ανάθεσης

αποτυχία σε,δεν φτάνω σε (κάτι),χαμένος,Χάνοντας

chalked up => καταγράφηκε, chalk (up) => κιμωλία, chalets => σαλέ, chaises => καρέκλες, chairwomen => πρόεδρος συνεδρίασης,