Greek Meaning of carve out

λαξεύω

Other Greek words related to λαξεύω

Definitions and Meaning of carve out in English

Wordnet

carve out (v)

establish or create through painstaking effort

remove from a larger whole

FAQs About the word carve out

λαξεύω

establish or create through painstaking effort, remove from a larger whole

Δημιουργήσετε,Αναπτύσσω,σφυρηλατώ,αλέθω (έξω),σφυρηλατώ,Χτυπήστε (έξω),επιτύγχανω,φέρνω,κατασκευή,χειροτεχνία

Αποσυναρμολογώ,κατεδαφίζω,κατεδάφισε,ερείπια,αναίρεση,ναυάγιο,Ξεκατασκευή

carve => σκαλίζω, carvacrol => Καρβακρόλη, caruso => Καρούζο, carus => Κάρος, carunculous => σαρκώδης προεξοχή,