FAQs About the word carvene

Καρβένιο

An oily substance, C10H16, extracted from oil caraway.

No synonyms found.

No antonyms found.

carven => σκαλισμένος, carvel-built => Κατασκευασμένη με καρένα, carvelbuilt => Κατασκευασμένο με καρβέλα, carvel => καραβέλα, carvedilol => Καρβεδιλόλη,