Greek Meaning of boob
boob
Other Greek words related to boob
- λάθος
- σφάλμα
- λάθος
- Ντούμπα
- χαζούλης
- τούβλο
- Γκάφα
- Κλίνκερ
- λάθος
- λάθος
- χνούδι
- Ψάχνω
- γκάφα
- γκάφα
- ανακρίβεια
- λάθος
- λάθος
- ατόπημα
- εποπτεία
- λάθος
- ολίσθημα
- σκοντάφτω
- ταξίδι
- λάθος
- Μπλούμερ
- Γκάφα
- χαλάω
- ουρλιαχτό
- παρεξήγηση
- υπολογιστικός λάθος
- Παρανόηση
- Απατηλή ερμηνεία
- παρερμηνεία
- Λανθασμένη κρίση
- παρεξήγηση
- ανακριβής δήλωση
- παρεξήγηση
- Γκάφα
- χάος
- παρεξήγηση
- εσφαλμένη περιγραφή
- Λανθασμένη εντύπωση
Nearest Words of boob
Definitions and Meaning of boob in English
boob (n)
an ignorant or foolish person
either of two soft fleshy milk-secreting glandular organs on the chest of a woman
boob (v)
commit a faux pas or a fault or make a serious mistake
FAQs About the word boob
Definition not available
an ignorant or foolish person, either of two soft fleshy milk-secreting glandular organs on the chest of a woman, commit a faux pas or a fault or make a serious
λάθος,σφάλμα,λάθος,Ντούμπα,χαζούλης,τούβλο,Γκάφα,Κλίνκερ,λάθος,λάθος
ακρίβεια,ορθότητα,ακρίβεια,ακρίβεια,αυστηρότητα,ακρίβεια,αλάθητο,τελειότητα,ακρίβεια,απαραίτητος
boo => μπου, bonzer => καταπληκτικό, bonze => βόνζος, bony-plated => οστέινος, bonyness => οστεοπενία,