FAQs About the word bitingly

δαγκωτά

extremely and sharplyIn a biting manner.

πικρός,ζωηρός,Κοπή,απότομος,διεισδυτικός,τρύπημα,κοφτερός,καυτός,Ωμός,πονηρός

ήπιος,ήπιος,κατευναστικός,χλιαρός

biting midge => Κουνούπι, biting louse => Κουμάντα, biting in => Δάγκωμα, biting => δάγκωμα, bithynia => Βιθυνία,