FAQs About the word bipartition

δισμέριση

The act of dividing into two parts, or of making two correspondent parts, or the state of being so divided.

δυαδικός, διμερής,διπλό,δίδυμος,διπλό,Duplex,Δικάννα,δίκοπος,ζευγαρωμένοι,ζευγαρωμένο,διπλός

ανύπαντρος,μη συζευγμένο

bipartite => διμερής, bipartisan => αμερόληπτη, bipartile => διμερής, bipartient => διμερής, bipartible => διμερές,