FAQs About the word banisher

εξοριστής

One who banishes.

εξώσεις,Εξορία,υποβιβάζω,απολύω,εκτοπίζω,εξαλείφω,εξαιρείς,εκβάλλω,μεταφορά,αποβάλλω / εξορίζω

αποδέχομαι,ομολογώ,λαμβάνω,Διασκέδαση,λιμάνι,σπίτι,πολιτογραφώ,επαναπατρίζω,καταφύγιο,παίρνω

banished => εξόριστος, banish => εξορίσω, banian tree => Βανιάνα, banian => βανιανός, bang-up => Φοβερός,