Greek Meaning of bank account
τραπεζικός λογαριασμός
Other Greek words related to τραπεζικός λογαριασμός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of bank account
- bank bill => τραπεζική συναλλαγματική
- bank book => Τραπεζικό βιβλιάριο
- bank building => τράπεζα
- bank card => τραπεζική κάρτα
- bank charter => Τραπεζικός καταστατικός χάρτης
- bank check => Τραπεζική επιταγή
- bank clerk => υπάλληλος τραπέζης
- bank closing => τραπεζικό κλείσιμο
- bank commissioner => τραπεζικός επίτροπος
- bank deposit => Τραπεζική κατάθεση
Definitions and Meaning of bank account in English
bank account (n)
a fund that a customer has entrusted to a bank and from which the customer can make withdrawals
FAQs About the word bank account
τραπεζικός λογαριασμός
a fund that a customer has entrusted to a bank and from which the customer can make withdrawals
No synonyms found.
No antonyms found.
bank => τράπεζα, banjul => Μπανζούλ, banjorine => Μπάντζοριν, banjo => Μπάντζο, banister => Κάγκελο,