Greek Meaning of bêtise

bêtise

Other Greek words related to bêtise

Definitions and Meaning of bêtise in English

bêtise

an act of foolishness or stupidity, lack of good sense

FAQs About the word bêtise

Definition not available

an act of foolishness or stupidity, lack of good sense

παραλογισμό,λάθος,μωρία,Τρέλα,γελοιότητα,τρέλα,φαιδρότητα,μωρία,ηλιθιότητα,κενότητα

Διακριτικότητα,φρόνηση,οξυδέρκεια,σοφία,πρόβλεψη,έμπνευση,Καταιγισμός ιδεών

bêtes noires => μαύρα πρόβατα, bête noire => Μαύρο πρόβατο, B pictures => ταινίες κατηγορίας Β, B picture => Ταινία Β, B movies => Ταινίες Βήτα,