Greek Meaning of antipasto
ορεκτικό
Other Greek words related to ορεκτικό
- Απεριτίφ
- ορεκτικό
- καναπέ
- Κοκτέιλ
- ορεκτικό
- τροφή
- ορεκτικό
- Εφαρμογή
- κυλικείο
- δίαιτα
- Μεζέδες
- Ορεκτικό
- γεύμα
- λιγούρα
- Φυσικό τρόφιμο
- διατροφή
- θρεπτικό συστατικό
- πάστα
- μερίδες
- εφόδια
- σανίδα
- πιάτο
- σιλό
- γιορτή
- ταΐζω
- ζωοτροφές
- ζωοτροφή
- ακαταστασία
- θρέφω
- πιάτο
- πιατέλα
- αναψυκτικά
- βασιλικός
- γεύμα
- σερβίρισμα
- σιλό
- διατροφή
- πίνολα
Nearest Words of antipasto
- antipasch => αντιπάσχα
- antiparticle => αντισωμάτιο
- antiparalytical => Αντιπαραλυτικό
- antiparalytic => αντιπαραλυτικός
- antiparallels => αντιπαράλληλοι
- antiparallel => αντιδιαμετρικός
- antipapal => αντιπαπικός
- antioxidant => αντιοξειδωτικό
- antiorgastic => αντιοργασμικός
- antiophthalmic factor => Αντιοφθαλμικός παράγοντας
Definitions and Meaning of antipasto in English
antipasto (n)
a course of appetizers in an Italian meal
FAQs About the word antipasto
ορεκτικό
a course of appetizers in an Italian meal
Απεριτίφ,ορεκτικό,καναπέ,Κοκτέιλ,ορεκτικό,τροφή,ορεκτικό,Εφαρμογή,κυλικείο,δίαιτα
τοξίνη,Φαρμάκι,κατάρα
antipasch => αντιπάσχα, antiparticle => αντισωμάτιο, antiparalytical => Αντιπαραλυτικό, antiparalytic => αντιπαραλυτικός, antiparallels => αντιπαράλληλοι,