Greek Meaning of woolpack
woolpack
Other Greek words related to woolpack
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of woolpack
- woolmen => εριουργοί
- woolman => έμπορος μαλλιού
- woolly-stemmed => χνουδωτό
- woolly-headed => μαλλιαρός
- woolly-head => Μάλλινος
- woolly-haired => Σγουρός
- woolly thistle => Γαϊδουράγκαθο
- woolly sunflower => Ηλιάνθος ο εριοφόρος
- woolly rhinoceros => μαλλιαρός ρινόκερος
- woolly plant louse => Μαλλιαρό αφίδι
- woolsack => Woolsack
- woolsorter => ταξινομητής μαλλιού
- woolsorter's disease => Νόσος ταξινομητών μαλλιού
- woolsorter's pneumonia => Πνευμονία των επεξεργαστών μαλλιού
- woolstock => Γούννα
- woolward => Γούντγουαρντ
- woolward-going => Ουόργουορντ-γκόινγκ
- woolworth => Woolworth
- wooly => μάλλινο
- wooly blue curls => Μάλλινα μπλε μπούκλες
Definitions and Meaning of woolpack in English
woolpack (n.)
A pack or bag of wool weighing two hundred and forty pounds.
FAQs About the word woolpack
Definition not available
A pack or bag of wool weighing two hundred and forty pounds.
No synonyms found.
No antonyms found.
woolmen => εριουργοί, woolman => έμπορος μαλλιού, woolly-stemmed => χνουδωτό, woolly-headed => μαλλιαρός, woolly-head => Μάλλινος,