Greek Meaning of whoring
whoring
Other Greek words related to whoring
Nearest Words of whoring
- whorl => Δίνη
- whorled => διατεταγμένος κατ' όροφους, δινωτός
- whorled aster => Αστερία η δινωτή
- whorled caraway => Κύμινο στρεπτό
- whorled loosestrife => Λυσιμαχία η δακτυλιοειδής
- whorled milkweed => Ασκλήπιας η σπονδυλωτή
- whorler => Άνθος
- whorlywort => βατόμουρο
- whort => w-h-o-r-t
- whortle => μύρτιλλο
Definitions and Meaning of whoring in English
whoring (p. pr. & vb. n.)
of Whore
FAQs About the word whoring
Definition not available
of Whore
ακολασία,πόση
αποχή,εγκράτεια,αγνότητα,Εγκράτεια,σεμνότητα,αγνότητα,αρετή,αγνότητα,τιμή,αθωότητα
whorehouse => Πορνείο, whopping => τεράστιος, whopper => ψευδάρα, whoot => γιού, whoosh => σφύριγμα,