Greek Meaning of weeds
ζιζάνια
Other Greek words related to ζιζάνια
- ενδυμασία
- ρούχα
- ρούχα
- φόρεμα
- ενδύματα
- ρούχα
- δείρω
- κοστούμι
- Φαβορίτες
- ενδυμασία
- γρανάζι
- συνήθεια
- Λιβρέα
- ένδυμα
- Εξοπλισμός
- Ιστιοφορία
- νήματα
- ρούχα
- ρούχα
- Βεστιάριο
- ένδυμα
- φοράω
- κοστουμάκι
- κουρέλια
- ενδύματα
- φορητές συσκευές
- Πίνακας
- ανδρεία
- επιτραχήλιο
- Πολίτες
- πολίτες
- υψηλή ραπτική
- σύνολο
- στολίδι
- Φόρεμα
- χαρά
- φανταχτερότητα
- χαρά
- σηκώνομαι
- πρόσοψη
- μερεδοπωλείο
- μουφτής
- νυχτικά
- Εξωτερικά ενδύματα
- στολή
- Prêt-à-porter
- Ενδύματα
- αθλητικά ρούχα
- Ραπτική
- φανταχτερός
- Διακόσμηση
- μετριότητες
- Ντουλάπα
- φασαρία
- γκαρνταρόμπα
- Γιορτινά ρούχα
- ρούχο (α)
- οι πιο όμορφες
- κουρέλια
Nearest Words of weeds
- weed-whacker => χορτοκοπτικό
- weedy => ζιζανιώδης
- week => εβδομάδα
- week after week => Εβδομάδα μετά την εβδομάδα
- week by week => εβδομάδα με εβδομάδα
- week from monday => εβδομάδα από Δευτέρα
- weekday => καθημερινή
- week-end => Σαββατοκύριακο
- weekend warrior => πολεμιστής του Σαββατοκύριακου
- weekender => Σαββατοκύριακο
Definitions and Meaning of weeds in English
weeds (n)
a black garment (dress) worn by a widow as a sign of mourning
FAQs About the word weeds
ζιζάνια
a black garment (dress) worn by a widow as a sign of mourning
ενδυμασία,ρούχα,ρούχα,φόρεμα,ενδύματα,ρούχα,δείρω,κοστούμι,Φαβορίτες,ενδυμασία
No antonyms found.
weedless => χωρίς ζιζάνια, weeding-rhim => ζιζανιοκτονία-rhim, weeding => Ξεβοτάνισμα, weedery => ζιζάνια, weeder => σκαλιστήρι,