Greek Meaning of walkaway
αποχώρηση
Other Greek words related to αποχώρηση
Nearest Words of walkaway
Definitions and Meaning of walkaway in English
walkaway (n)
an easy victory
FAQs About the word walkaway
αποχώρηση
an easy victory
έκρηξη,σύλληψη,κατάκτηση,Κατολίσθηση,άτακτο παιχνίδι,φυγάς,υποδούλωση,σκουπίζω,Νίκη,άνευ αγώνος νίκη
ξύλο,κατάρρευση,ήττα,καταστροφή,αποτυχία,απώλεια,ανατροπή,φυγή,Κοπή,μαστίγωμα
walkabout => Περπάτημα, walkable => βατό, walk through => Περιήγηση με τα πόδια, walk over => περπατώ, walk out of => βγαίνω από,