Greek Meaning of verbalized
λεκτικοποιημένοι
Other Greek words related to λεκτικοποιημένοι
Nearest Words of verbalized
Definitions and Meaning of verbalized in English
verbalized (s)
communicated in words
verbalized (imp. & p. p.)
of Verbalize
FAQs About the word verbalized
λεκτικοποιημένοι
communicated in wordsof Verbalize
αρθρωτά,συναινετικός,έμμεσος,προφέρεται,είπε,φαινόταν,δηλωμένο,είπε,φωνήεν,δεδομένος
σαφής,γραπτός,επίσημος,χαρτί
verbalize => λεκτικοποιώ, verbalization => λεκτικοποίηση, verbality => λεκτικότητα, verbalist => Λογοκόπος, verbalism => Λεκτικισμός,