FAQs About the word nuncupative

προφορικός

Publicly or solemnly declaratory., Nominal; existing only in name., Oral; not written.

προφορικός,λεκτικός,ομιλούμενος,άγραφος,λεκτικοποιημένοι,προφορικά,από στόμα σε στόμα,αρθρωτά,συναινετικός,έμμεσος

σαφής,επίσημος,γραπτός,χαρτί

nuncupation => χρηματισμός, nuncupate => ονομάζω, nuncius => αγγελιοφόρος, nuncios => νούντσιοι, nuncio => νόμος,