FAQs About the word verbalist

Λογοκόπος

A literal adherent to, or a minute critic of, words; a literalist.

No synonyms found.

No antonyms found.

verbalism => Λεκτικισμός, verbaliser => λεκτικοποιώ, verbalised => λεκτικοποιημένο, verbalise => εκφράζω λεκτικά, verbalisation => λεκτικοποίηση,