FAQs About the word uprist

εξέγερση

Uprising., imp. of Uprise. Uprose.

ανάβαση,λόφος,κλίση,κλίση,ανηφόρα,αναρριχώμαι,ανέβαινω,Αναβάθμιση,ανηφορικά,δεν μπορώ

κλίση,πτώση,κλίση,κατάβαση,βουτάω,Υποβιβασμός,κατηφόρα,πτώση,κρεμαστό,λεκάνη

uprising => εξέγερση, uprise => εξέγερση, uprightness => ευθύτητα, uprightly => ορθά, uprighteously => δίκαια,